- νίζοντες
- νίζωwash the handspres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιανίζοντες — παιᾱνίζοντες , παιανίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπαιανίζοντες — ἐπιπαιανίζω sing a paean over pres part act masc nom/voc pl ἐπιπαιᾱνίζοντες , ἐπιπαιανίζω sing a paean over pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)